Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπραγμονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυπραγμονώ, συνηρημένος τύπος του πολυπραγμονέω. Πρόθημα πολυ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.pɾaɣ.moˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐πραγ‐μο‐νώ

  Ρήμα επεξεργασία

πολυπραγμονώ, πρτ.: πολυπραγμονούσα, στον ενεστώτα και παρατατικό, χωρίς παθητική φωνή

  1. (συνήθως κακόσημο) ασχολούμαι με περισσότερα πράγματα ή υποθέσεις απ' ότι θα έπρεπε
  2. (σπανιότερα) ασχολούμαι και έχω πείρα σε πολλά πράγματα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία