πρακτέον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρακτέον < αρχαία ελληνική πρακτέον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρακτέον ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (λόγιο) (συνήθως μόνο στις καταγραμμένες εκφράσεις) που πρέπει να γίνει
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρακτέον
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρακτέον