Ετυμολογία

επεξεργασία
περί του πρακτέου < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα περὶ τοῦ πρακτέου < ελληνιστική κοινή περὶ τοῦ πρακτέου

  Έκφραση

επεξεργασία

περί του πρακτέου (λόγιο)

  1. ως προς το τι ή πως πρέπει να πράξει κάποιος (το πρακτέον)
  2. όσον αφορά στο τι πρέπει να γίνει (το τι δέον γενέσθαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία