πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νετρίνο τα νετρίνα
      γενική του νετρίνου των νετρίνων
    αιτιατική το νετρίνο τα νετρίνα
     κλητική νετρίνο νετρίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
νετρίνο < ιταλική neutrino, λέξη που δημιουργήθηκε από τον φυσικό Ενρίκο Φέρμι, υποκοριστικό του neutro[1] < λατινική neuter + -ino (-ίνο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νετρίνο ουδέτερο

  • (φυσική) αφόρτιστο και πολύ ελαφρύ σωματίδιο, που αλληλεπιδρά ασθενώς με την ύλη και συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να παρατηρηθεί
      Κατ’ αρχάς τα νετρίνα αυτά, τα οποία έρχονται από το μακρινό Σύμπαν, είναι εξαιρετικά ακριβοθώρητα – οι φυσικοί τα «κυνηγούν» εδώ και δεκαετίες και αυτή είναι η πρώτη φορά που όπως φαίνεται κατόρθωσαν να τα «συλλάβουν» σε μια ικανή ποσότητα ώστε να τα παρατηρήσουν. Δεύτερον, η πολυπόθητη μελέτη αυτού του είδους των νετρίνων αναμένεται να ανοίξει μια εντελώς νέα αστρονομία, η οποία θα δει ακόμη πιο μακριά στον κόσμο μας προσφέροντας καινούργιες πολύτιμες γνώσεις. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)