↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεφιτικός η μεφιτική το μεφιτικό
      γενική του μεφιτικού της μεφιτικής του μεφιτικού
    αιτιατική τον μεφιτικό τη μεφιτική το μεφιτικό
     κλητική μεφιτικέ μεφιτική μεφιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεφιτικοί οι μεφιτικές τα μεφιτικά
      γενική των μεφιτικών των μεφιτικών των μεφιτικών
    αιτιατική τους μεφιτικούς τις μεφιτικές τα μεφιτικά
     κλητική μεφιτικοί μεφιτικές μεφιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεφιτικός < γαλλική méphitique

  Επίθετο

επεξεργασία

μεφιτικός

  1. που αποπνέει μια δυσάρεστη μυρωδιά
     συνώνυμα: αποπνικτικός, βρομερός, δύσοσμος, δυσώδης
  2. που προκαλεί αποστροφή
     συνώνυμα: αηδιαστικός
  3. δηλητηριώδης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία