Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεφιτίζω < γαλλική méphitique + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

μεφιτίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία