↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μανδαλωτός η μανδαλωτή το μανδαλωτό
      γενική του μανδαλωτού της μανδαλωτής του μανδαλωτού
    αιτιατική τον μανδαλωτό τη μανδαλωτή το μανδαλωτό
     κλητική μανδαλωτέ μανδαλωτή μανδαλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μανδαλωτοί οι μανδαλωτές τα μανδαλωτά
      γενική των μανδαλωτών των μανδαλωτών των μανδαλωτών
    αιτιατική τους μανδαλωτούς τις μανδαλωτές τα μανδαλωτά
     κλητική μανδαλωτοί μανδαλωτές μανδαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανδαλωτός < μάνδαλο + -ωτός, → δείτε τη λέξη μάνταλο

  Επίθετο

επεξεργασία

μανδαλωτός, -ή, -ό και μανταλωτός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μανδαλωτός μανδαλωτή τὸ μανδαλωτόν
      γενική τοῦ μανδαλωτοῦ τῆς μανδαλωτῆς τοῦ μανδαλωτοῦ
      δοτική τῷ μανδαλωτ τῇ μανδαλωτ τῷ μανδαλωτ
    αιτιατική τὸν μανδαλωτόν τὴν μανδαλωτήν τὸ μανδαλωτόν
     κλητική ! μανδαλωτέ μανδαλωτή μανδαλωτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μανδαλωτοί αἱ μανδαλωταί τὰ μανδαλωτᾰ́
      γενική τῶν μανδαλωτῶν τῶν μανδαλωτῶν τῶν μανδαλωτῶν
      δοτική τοῖς μανδαλωτοῖς ταῖς μανδαλωταῖς τοῖς μανδαλωτοῖς
    αιτιατική τοὺς μανδαλωτούς τὰς μανδαλωτᾱ́ς τὰ μανδαλωτᾰ́
     κλητική ! μανδαλωτοί μανδαλωταί μανδαλωτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μανδαλωτώ τὼ μανδαλωτᾱ́ τὼ μανδαλωτώ
      γεν-δοτ τοῖν μανδαλωτοῖν τοῖν μανδαλωταῖν τοῖν μανδαλωτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανδαλωτός < μάνδαλ(ος) + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

μανδαλωτός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία