λεπτόγειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτόγειος < αρχαία ελληνική λεπτόγειος < λεπτός + γῆ
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτόγειος
- (λόγιο) που δεν έχει πολύ καλλιεργήσιμο ή γόνιμο έδαφος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεπτόγειος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλεπτόγειος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- λεπτόγειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.