Δείτε επίσης: λεπτόγαιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτόγειος η λεπτόγεια το λεπτόγειο
      γενική του λεπτόγειου της λεπτόγειας του λεπτόγειου
    αιτιατική τον λεπτόγειο τη λεπτόγεια το λεπτόγειο
     κλητική λεπτόγειε λεπτόγεια λεπτόγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτόγειοι οι λεπτόγειες τα λεπτόγεια
      γενική των λεπτόγειων των λεπτόγειων των λεπτόγειων
    αιτιατική τους λεπτόγειους τις λεπτόγειες τα λεπτόγεια
     κλητική λεπτόγειοι λεπτόγειες λεπτόγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτόγειος < αρχαία ελληνική λεπτόγειος < λεπτός + γῆ

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτόγειος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεπτόγειος τὸ λεπτόγειον
      γενική τοῦ/τῆς λεπτογείου τοῦ λεπτογείου
      δοτική τῷ/τῇ λεπτογεί τῷ λεπτογεί
    αιτιατική τὸν/τὴν λεπτόγειον τὸ λεπτόγειον
     κλητική ! λεπτόγειε λεπτόγειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεπτόγειοι τὰ λεπτόγει
      γενική τῶν λεπτογείων τῶν λεπτογείων
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπτογείοις τοῖς λεπτογείοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπτογείους τὰ λεπτόγει
     κλητική ! λεπτόγειοι λεπτόγει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπτογείω τὼ λεπτογείω
      γεν-δοτ τοῖν λεπτογείοιν τοῖν λεπτογείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτόγειος < λεπτο- (< λεπτός) + γῆ

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτόγειος, -ος, -ον