→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεπτόγεως τὸ λεπτόγεων
      γενική τοῦ/τῆς λεπτόγεω τοῦ λεπτόγεω
      δοτική τῷ/τῇ λεπτόγε τῷ λεπτόγε
    αιτιατική τὸν/τὴν λεπτόγεων τὸ λεπτόγεων
     κλητική ! λεπτόγεως λεπτόγεων
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεπτόγε τὰ λεπτόγεα
      γενική τῶν λεπτόγεων τῶν λεπτόγεων
      δοτική τοῖς/ταῖς λεπτόγεῳς τοῖς λεπτόγεῳς
    αιτιατική τοὺς/τὰς λεπτόγεως τὰ λεπτόγεα
     κλητική ! λεπτόγε λεπτόγεα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεπτόγεω τὼ λεπτόγεω
      γεν-δοτ τοῖν λεπτόγεῳν τοῖν λεπτόγεῳν
2η κλίση, Κατηγορία 'ἵλεως' όπως «ἵλεως» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτόγεως < λεπτό- (< λεπτός) + γῆ

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτόγεως, -ως, -ων

Άλλες γραφές

επεξεργασία