Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλιματική αλλαγή οι κλιματικές αλλαγές
      γενική της κλιματικής αλλαγής των κλιματικών αλλαγών
    αιτιατική την κλιματική αλλαγή τις κλιματικές αλλαγές
     κλητική κλιματική αλλαγή κλιματικές αλλαγές
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιματική αλλαγή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική climate change• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
→ δείτε τις λέξεις κλιματικός και αλλαγή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.ma.tiˈci a.laˈʝi/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κλιματική αλλαγή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) φυσική αλλαγή μεγάλης κλίμακας και μακροπρόθεσμης διάρκειας στο κλιματικό σύστημα της Γης, όπως αυτή που συνέβη κατά την εποχή των παγετώνων
  2. (μετεωρολογία) μεγάλη και μακροπρόθεσμη αλλαγή στο κλιματικό σύστημα της Γης η οποία προκαλείται από την υπερθέρμανση του πλανήτη, ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή
    ※ Η μείωση των εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου» και άλλων ρυπαντών της ατμόσφαιρας, λόγω των περιοριστικών μέτρων για την καταπολέμηση της πανδημίας παγκοσμίως, αναμένεται να έχει σχεδόν αμελητέα επίπτωση στην κλιματική αλλαγή μακροπρόθεσμα. (Κλιματική αλλαγή: Αμελητέα η μακροπρόθεσμη επίπτωση του παγκόσμιου lockdown, εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2020)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία