πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλακέτα οι κλακέτες
      γενική της κλακέτας των κλακετών
    αιτιατική την κλακέτα τις κλακέτες
     κλητική κλακέτα κλακέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κλακέτα(1)

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλακέτα θηλυκό

  1. (κινηματογράφος) συσκευή με δύο αρθρωτές πλάκες πάνω στις οποίες αναγράφονται τα στοιχεία της σκηνής που γυρίζονται και με το χτύπημά τους στην αρχή της λήψης διευκολύνεται το μοντάζ και ο συγχρονισμός εικόνας και ήχου
  2. (χορός) (συνήθως στον πληθυντικό: κλακέτες) χορός με ρυθμικό χτύπημα των παπουτσιών, ώστε να παράγεται ένας χαρακτηριστικός ήχος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία