πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι κλακέτες
      γενική των κλακετών
    αιτιατική τις κλακέτες
     κλητική κλακέτες
Δείτε και το ενικό κλακέτα.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κλακέτες

Ετυμολογία

επεξεργασία
κλακέτες < γαλλική claquettes, πληθυντικός του claquette < claquer < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glag- (θορυβώ, τιτιβίζω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλακέτες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία