κλακέτες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | κλακέτες | ||
γενική | των | κλακετών | ||
αιτιατική | τις | κλακέτες | ||
κλητική | κλακέτες | |||
Δείτε και το ενικό κλακέτα. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλακέτες < γαλλική claquettes, πληθυντικός του claquette < claquer < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glag- (θορυβώ, τιτιβίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /klaˈce.tes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλα‐κέ‐τες
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλακέτες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (χορός) χορός με ρυθμικό χτύπημα των παπουτσιών, ώστε να παράγεται ένας χαρακτηριστικός ήχος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κλακέτες (χορός) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- κλακέτα