κιβωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιβωτός | οι | κιβωτοί |
γενική | της | κιβωτού | των | κιβωτών |
αιτιατική | την | κιβωτό | τις | κιβωτούς |
κλητική | κιβωτέ (κιβωτό) |
κιβωτοί | ||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιβωτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιβωτός (κουτί, κιβώτιο). Η θρησκευτική σημασία, από τα ελληνιστικά χρόνια.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.voˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐βω‐τός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιβωτός θηλυκό
- (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, ισλαμισμός κιβωτός του Νώε, το μεγάλο πλοίο το οποίο κατασκεύασε ο Νώε για να γλυτώσει απ' τον κατακλυσμό
- (ιουδαϊσμός) κιβωτός της διαθήκης, μεγάλο ξύλινο κιβώτιο μέσα στο οποίο είχαν τοποθετηθεί οι 2 πλάκες με τις Δέκα Εντολές
- (μεταφορικά) το μέρος (υλικό ή μεταφορικό) όπου διασώζεται κάτι (συνήθως πνευματικό)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Κιβωτός (επώνυμο, τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κιβωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κιβωτός | αἱ | κιβωτοί |
γενική | τῆς | κιβωτοῦ | τῶν | κιβωτῶν |
δοτική | τῇ | κιβωτῷ | ταῖς | κιβωτοῖς |
αιτιατική | τὴν | κιβωτόν | τὰς | κιβωτούς |
κλητική ὦ! | κιβωτέ | κιβωτοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιβωτώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κιβωτοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κιβωτός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιβωτός, -οῦ θηλυκό
- ξύλινο κουτί, κασέλα, σεντούκι, κιβώτιο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1000
- καὶ νὴ Δί᾽ ἔτι γέ μοὐστὶ κιβωτὸς πλέα.
- Μά τον Δία, έχω κι άλλο σεντούκι γεμάτο.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ νὴ Δί᾽ ἔτι γέ μοὐστὶ κιβωτὸς πλέα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 10
- ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν, ἐξώλειαν ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶν ἐπαρώμενος, λαβὼν τὸ τάλαντόν με σώσειν, εἰσελθὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὴν κιβωτὸν ἀνοίγνυμι· Πείσων δ᾽ αἰσθόμενος εἰσέρχεται, καὶ ἰδὼν τὰ ἐνόντα καλεῖ τῶν ὑπηρετῶν δύο, καὶ τὰ ἐν τῇ κιβωτῷ λαβεῖν ἐκέλευσεν.
- Όταν ορκίστηκε στη ζωή του και στη ζωή των παιδιών του ότι, μόλις πάρει το ποσό, θα με σώσει, μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω το χρηματοκιβώτιο. Όταν με αντιλήφθηκε ο Πείσωνας, έρχεται μέσα και, βλέποντας το περιεχόμενο του κιβωτίου, φωνάζει δύο από τους βοηθούς του και δίνει εντολή να πάρουν όσα είχε μέσα.
- Μετάφραση (1977): Νίκος Χουρμουζιάδης @greek‑language.gr
- ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν, ἐξώλειαν ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶν ἐπαρώμενος, λαβὼν τὸ τάλαντόν με σώσειν, εἰσελθὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὴν κιβωτὸν ἀνοίγνυμι· Πείσων δ᾽ αἰσθόμενος εἰσέρχεται, καὶ ἰδὼν τὰ ἐνόντα καλεῖ τῶν ὑπηρετῶν δύο, καὶ τὰ ἐν τῇ κιβωτῷ λαβεῖν ἐκέλευσεν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1056 (1055-1057)
- καὶ τὰ νοήματα σῴζεσθ᾽ αὐτῶν, | ἐσβάλλετέ τ᾽ εἰς τὰς κιβωτοὺς | μετὰ τῶν μήλων.
- τα γεννήματα του άξιου τους νου | στις κασέλες σας μέσα φυλάτε τα, εκεί | που φυλάτε κυδώνια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- καὶ τὰ νοήματα σῴζεσθ᾽ αὐτῶν, | ἐσβάλλετέ τ᾽ εἰς τὰς κιβωτοὺς | μετὰ τῶν μήλων.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1000
Συγγενικά
επεξεργασία- κιβωτάριον (υποκοριστικό)
- κιβωτίδιον (υποκοριστικό)
- κιβώτιον (υποκοριστικό)
- κιβωτοειδής
- κιβωτοποιός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κιβωτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιβωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.