Δείτε επίσης: Κιβωτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιβωτός οι κιβωτοί
      γενική της κιβωτού των κιβωτών
    αιτιατική την κιβωτό τις κιβωτούς
     κλητική κιβωτέ
(κιβωτό)
κιβωτοί
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιβωτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιβωτός (κουτί, κιβώτιο). Η θρησκευτική σημασία, από τα ελληνιστικά χρόνια.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.voˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐βω‐τός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιβωτός θηλυκό

  1. (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός, ισλαμισμός κιβωτός του Νώε, το μεγάλο πλοίο το οποίο κατασκεύασε ο Νώε για να γλυτώσει απ' τον κατακλυσμό
  2. (ιουδαϊσμός) κιβωτός της διαθήκης, μεγάλο ξύλινο κιβώτιο μέσα στο οποίο είχαν τοποθετηθεί οι 2 πλάκες με τις Δέκα Εντολές
  3. (μεταφορικά) το μέρος (υλικό ή μεταφορικό) όπου διασώζεται κάτι (συνήθως πνευματικό)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κιβωτός αἱ κιβωτοί
      γενική τῆς κιβωτοῦ τῶν κιβωτῶν
      δοτική τῇ κιβωτ ταῖς κιβωτοῖς
    αιτιατική τὴν κιβωτόν τὰς κιβωτούς
     κλητική ! κιβωτέ κιβωτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιβωτώ
γεν-δοτ τοῖν  κιβωτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιβωτός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιβωτός, -οῦ θηλυκό

  • ξύλινο κουτί, κασέλα, σεντούκι, κιβώτιο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1000
    καὶ νὴ Δί᾽ ἔτι γέ μοὐστὶ κιβωτὸς πλέα.
    Μά τον Δία, έχω κι άλλο σεντούκι γεμάτο.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Ἐρατοσθένους, 10
    ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν, ἐξώλειαν ἑαυτῷ καὶ τοῖς παισὶν ἐπαρώμενος, λαβὼν τὸ τάλαντόν με σώσειν, εἰσελθὼν εἰς τὸ δωμάτιον τὴν κιβωτὸν ἀνοίγνυμι· Πείσων δ᾽ αἰσθόμενος εἰσέρχεται, καὶ ἰδὼν τὰ ἐνόντα καλεῖ τῶν ὑπηρετῶν δύο, καὶ τὰ ἐν τῇ κιβωτῷ λαβεῖν ἐκέλευσεν.
    Όταν ορκίστηκε στη ζωή του και στη ζωή των παιδιών του ότι, μόλις πάρει το ποσό, θα με σώσει, μπαίνω στο δωμάτιό μου και ανοίγω το χρηματοκιβώτιο. Όταν με αντιλήφθηκε ο Πείσωνας, έρχεται μέσα και, βλέποντας το περιεχόμενο του κιβωτίου, φωνάζει δύο από τους βοηθούς του και δίνει εντολή να πάρουν όσα είχε μέσα.
    Μετάφραση (1977): Νίκος Χουρμουζιάδης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1056 (1055-1057)
    καὶ τὰ νοήματα σῴζεσθ᾽ αὐτῶν, | ἐσβάλλετέ τ᾽ εἰς τὰς κιβωτοὺς | μετὰ τῶν μήλων.
    τα γεννήματα του άξιου τους νου | στις κασέλες σας μέσα φυλάτε τα, εκεί | που φυλάτε κυδώνια.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία