Κιβωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κιβωτός < κιβωτός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.voˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κι‐βω‐τός
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κιβωτός | οι | Κιβωτοί |
γενική | της | Κιβωτού | των | Κιβωτών |
αιτιατική | την | Κιβωτό | τις | Κιβωτούς |
κλητική | Κιβωτέ | Κιβωτοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κιβωτός θηλυκό
- οικισμός των Γρεβενών
- νησίδα του Αργοσαρωνικού