κηροδοσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηροδοσία < μεσαιωνική ελληνική κηροδοσία < αρχαία ελληνική κηρός + δίδωμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηροδοσία θηλυκό
- (παρωχημένο) είδος φόρου σε κερί, που κατέβαλλε ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα (μονή, ναός κ.λπ.)
- το σύνολο των κεριών που ανάβονται ή προσφέρονται σε μια θρησκευτική τελετή
- το σύνολο των κεριών που χρειάζεται ένα μοναστήρι ή ένας ναός για ένα έτος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κηροδοσία
|