κεροδοσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεροδοσιά | οι | κεροδοσιές |
γενική | της | κεροδοσιάς | των | κεροδοσιών |
αιτιατική | την | κεροδοσιά | τις | κεροδοσιές |
κλητική | κεροδοσιά | κεροδοσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεροδοσιά < κηροδοσία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεροδοσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κηροδοσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεροδοσιά
|