↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόζηλος η κακόζηλη το κακόζηλο
      γενική του κακόζηλου της κακόζηλης του κακόζηλου
    αιτιατική τον κακόζηλο την κακόζηλη το κακόζηλο
     κλητική κακόζηλε κακόζηλη κακόζηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόζηλοι οι κακόζηλες τα κακόζηλα
      γενική των κακόζηλων των κακόζηλων των κακόζηλων
    αιτιατική τους κακόζηλους τις κακόζηλες τα κακόζηλα
     κλητική κακόζηλοι κακόζηλες κακόζηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόζηλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακόζηλος < κακό- + -ζηλος < αρχαία ελληνική ζῆλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈko.zi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κό‐ζη‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακόζηλος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κακόζηλος τὸ κακόζηλον
      γενική τοῦ/τῆς κακοζήλου τοῦ κακοζήλου
      δοτική τῷ/τῇ κακοζήλ τῷ κακοζήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν κακόζηλον τὸ κακόζηλον
     κλητική ! κακόζηλε κακόζηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κακόζηλοι τὰ κακόζηλ
      γενική τῶν κακοζήλων τῶν κακοζήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς κακοζήλοις τοῖς κακοζήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κακοζήλους τὰ κακόζηλ
     κλητική ! κακόζηλοι κακόζηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κακοζήλω τὼ κακοζήλω
      γεν-δοτ τοῖν κακοζήλοιν τοῖν κακοζήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόζηλος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κακό- + -ζηλος < αρχαία ελληνική ζῆλος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακόζηλος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία