κακοζήλως
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοζήλως < κακόζηλ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
κακοζήλως
- (ελληνιστική κοινή) άτεχνα, όπως μια απομίμηση με κακό γούστο
Πηγές επεξεργασία
- κακοζήλως, κακόζηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.