θεωρηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.o.ɾi.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ω‐ρη‐θείς
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θεωρηθείς & θεωρηθέντας |
η | θεωρηθείσα | το | θεωρηθέν |
γενική | του | θεωρηθέντος & θεωρηθέντα |
της | θεωρηθείσας & θεωρηθείσης* |
του | θεωρηθέντος |
αιτιατική | τον | θεωρηθέντα | τη | θεωρηθείσα | το | θεωρηθέν |
κλητική | θεωρηθείς & θεωρηθέντα |
θεωρηθείσα | θεωρηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θεωρηθέντες | οι | θεωρηθείσες | τα | θεωρηθέντα |
γενική | των | θεωρηθέντων | των | θεωρηθεισών | των | θεωρηθέντων |
αιτιατική | τους | θεωρηθέντες | τις | θεωρηθείσες | τα | θεωρηθέντα |
κλητική | θεωρηθέντες | θεωρηθείσες | θεωρηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- θεωρηθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεωρηθείς
Μετοχή
επεξεργασίαθεωρηθείς, -είσα, -έν μετοχή παθητικού αορίστου (θεωρήθηκα) του ρήματος θεωρώ
- (λόγιο) που τον έχουν επικυρώσει
- ⮡ Από την 1η Ιανουαρίου 1998 παύουν να ισχύουν και λογίζονται ως ουδέποτε θεωρηθέντα, τα δελτία αποστολής και τα τιμολόγια...
- (λόγιο) που τον θεωρούν, που του αποδίδουν κάποια ιδιθότητα
- ⮡ Η περιοχή έχει περιληφθεί από τις ισπανικές αρχές στο Δίκτυο Φύση 2000, θεωρηθείσα ως περιοχή αντιπροσωπευτική για ...
- ⮡ Ολοι συνέδεσαν αμέσως τη λέξη Γουδί με την εκτέλεση των 'Eξη, θεωρηθέντων τότε υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεωρηθείς
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- θεωρηθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαθεωρηθείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαθεωρηθείς, -εῖσα, -έν