ζωοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ζωοδόχος | το | ζωοδόχο | ||
γενική | του/της | ζωοδόχου | του | ζωοδόχου | ||
αιτιατική | τον/τη | ζωοδόχο | το | ζωοδόχο | ||
κλητική | ζωοδόχε | ζωοδόχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ζωοδόχοι | τα | ζωοδόχα | ||
γενική | των | ζωοδόχων | των | ζωοδόχων | ||
αιτιατική | τους/τις | ζωοδόχους | τα | ζωοδόχα | ||
κλητική | ζωοδόχοι | ζωοδόχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωοδόχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωοδόχος < ζωο- + -δόχος (< δέχομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.oˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐δό‐χος
Επίθετο
επεξεργασίαζωοδόχος, -ος, -ο
- (λόγιο, χριστιανισμός)
- που έχει δεχτεί τη ζωή (δηλαδή τον ίδιο το Χριστό)
- ⮡ ο ζωοδόχος τάφος του Κυρίου μας
- (εκκλησιαστικός όρος) προσωνυμία της Παναγίας
- για ναωνύμια και ονομασίες εικόνων, με κεφαλαίο Ζωοδόχος στον όρο Ζωοδόχος Πηγή
- που έχει δεχτεί τη ζωή (δηλαδή τον ίδιο το Χριστό)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ζωοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζωοδόχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ζωοδόχος | τὸ | ζωοδόχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ζωοδόχου | τοῦ | ζωοδόχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ζωοδόχῳ | τῷ | ζωοδόχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ζωοδόχον | τὸ | ζωοδόχον | ||
κλητική ὦ! | ζωοδόχε | ζωοδόχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ζωοδόχοι | τὰ | ζωοδόχᾰ | ||
γενική | τῶν | ζωοδόχων | τῶν | ζωοδόχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ζωοδόχοις | τοῖς | ζωοδόχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζωοδόχους | τὰ | ζωοδόχᾰ | ||
κλητική ὦ! | ζωοδόχοι | ζωοδόχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωοδόχω | τὼ | ζωοδόχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζωοδόχοιν | τοῖν | ζωοδόχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωοδόχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζωο- + -δόχος (< δέχομαι)
Επίθετο
επεξεργασίαζωοδόχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει δεχτεί ζωή, που είναι δέκτης ζωής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ζωοδόχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.