Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ζωοδόχος το ζωοδόχο
      γενική του/της ζωοδόχου του ζωοδόχου
    αιτιατική τον/τη ζωοδόχο το ζωοδόχο
     κλητική ζωοδόχε ζωοδόχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωοδόχοι τα ζωοδόχα
      γενική των ζωοδόχων των ζωοδόχων
    αιτιατική τους/τις ζωοδόχους τα ζωοδόχα
     κλητική ζωοδόχοι ζωοδόχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοδόχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωοδόχος < ζωο- + -δόχος (< δέχομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zo.oˈðo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐ο‐δό‐χος

  Επίθετο επεξεργασία

ζωοδόχος, -ος, -ο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ζωοδόχος τὸ ζωοδόχον
      γενική τοῦ/τῆς ζωοδόχου τοῦ ζωοδόχου
      δοτική τῷ/τῇ ζωοδόχ τῷ ζωοδόχ
    αιτιατική τὸν/τὴν ζωοδόχον τὸ ζωοδόχον
     κλητική ! ζωοδόχε ζωοδόχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ζωοδόχοι τὰ ζωοδόχ
      γενική τῶν ζωοδόχων τῶν ζωοδόχων
      δοτική τοῖς/ταῖς ζωοδόχοις τοῖς ζωοδόχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ζωοδόχους τὰ ζωοδόχ
     κλητική ! ζωοδόχοι ζωοδόχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζωοδόχω τὼ ζωοδόχω
      γεν-δοτ τοῖν ζωοδόχοιν τοῖν ζωοδόχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοδόχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζωο- + -δόχος (< δέχομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

ζωοδόχος, -ος, -ον

Αντώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία