διασπορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.spo.ɾiˈkos/ & /ðʝa.spo.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σπο‐ρι‐κός ή
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐σπο‐ρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδιασπορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διασπορά ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ Για την ομοφυλοφιλική προσέγγιση του Καβάφη, η ποίησή του συνιστά περισσότερο έναν χώρο ταύτισης και διαπραγμάτευσης της ταυτότητας και ως προς αυτό συγκλίνει με τη διασπορική ή συγκρητική προσέγγισή του, που και αυτή έχει προβληθεί τα τελευταία χρόνια από μελετητές του Καβάφη εκτός Ελλάδος. (εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
- (ορυκτολογία) που περιέχει διάσπορο
- διασπορικός βωξίτης
- (χημεία) που αφορά ουσία που χρησιμοποιείται για την αποφυγή καθίζησης / κατακάθισης ή συσσώρευσης σωματιδίων που αιωρούνται σε υγρό
Συγγενικά
επεξεργασία- διασποραμετρία
- διάσπορο (ορυκτολογία)
- → και δείτε τις λέξεις διασπορά και διασπείρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασπορικός