↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάσπορο τα διάσπορα
      γενική του διάσπορου των διάσπορων
    αιτιατική το διάσπορο τα διάσπορα
     κλητική διάσπορο διάσπορα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάσπορο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική diaspore < αρχαία ελληνική διασπείρω < διά + σπείρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði̯a.spo.ɾo/ & /ˈðʝa.spo.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐σπο‐ρο ή
τυπογραφικός συλλαβισμός: διά‐σπο‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάσπορο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • diaspore στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία