dispersant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dispersant | dispersants |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdispersant (en)
- (χημεία) ο διασπορέας, το διασπορικό, το πρόσθετο (χημική ουσία) διασποράς
ενικός | πληθυντικός |
dispersant | dispersants |
dispersant (en)