διασπορέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | διασπορέας | οι | διασπορείς |
γενική | του του/της |
διασπορέα διασπορέως |
των | διασπορέων |
αιτιατική | τον/τη | διασπορέα | τους/τις | διασπορείς |
κλητική | διασπορέα | διασπορείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιασπορέας αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) αυτός που διασπείρει
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασπορέας