δεντρολίβανο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεντρολίβανο < ελληνιστική κοινή δενδρολίβανον < δένδρον + λίβανος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δεντρολίβανο ουδέτερο
- (βοτανική, βότανο) αρωματικός αειθαλής θάμνος του γένους Ροσμαρίνος, της οικογένειας των Χειλανθών