ροσμαρίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροσμαρίνι | τα | ροσμαρίνια |
γενική | του | ροσμαρινιού | των | (ροσμαρινών) |
αιτιατική | το | ροσμαρίνι | τα | ροσμαρίνια |
κλητική | ροσμαρίνι | ροσμαρίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ροσμαρίνι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροσμαρίνι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- διοσμαρίνι
- δυοσμαρίνι
- γιοσμαρίνι
- λασμαρίν (ιδιωματικό)
- ροσμαρί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροσμαρίνι
|
Πηγές
επεξεργασία- ροσμαρί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ροσμαρίνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στον τύπο: δυοσμαρίνι & διοσμαρίνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)