ροσμαρί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροσμαρί | τα | ροσμαριά |
γενική | του | ροσμαριού | των | ροσμαριών |
αιτιατική | το | ροσμαρί | τα | ροσμαριά |
κλητική | ροσμαρί | ροσμαριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ροσμαρί < (άμεσο δάνειο) βενετική rosmarin χωρίς ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; → και δείτε τη λέξη ροσμαρίνι <
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροσμαρί ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροσμαρί
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)