γιοσμαρίνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιοσμαρίνι | τα | γιοσμαρίνια |
γενική | του | γιοσμαρινιού | των | γιοσμαρινιών |
αιτιατική | το | γιοσμαρίνι | τα | γιοσμαρίνια |
κλητική | γιοσμαρίνι | γιοσμαρίνια | ||
η γενική είναι δύσχρηστη | ||||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γιοσμαρίνι < ροσμαρί
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γιοσμαρίνι ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γιοσμαρίνι
|