δυοσμαρίνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δυοσμαρίνι | τα | δυοσμαρίνια |
γενική | του | δυοσμαρινιού | των | δυοσμαρινιών |
αιτιατική | το | δυοσμαρίνι | τα | δυοσμαρίνια |
κλητική | δυοσμαρίνι | δυοσμαρίνια | ||
η γενική είναι δύσχρηστη | ||||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυοσμαρίνι ουδέτερο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυοσμαρίνι
|