Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δενδρολιβανιά οι δενδρολιβανιές
      γενική της δενδρολιβανιάς των δενδρολιβανιών
    αιτιατική τη δενδρολιβανιά τις δενδρολιβανιές
     κλητική δενδρολιβανιά δενδρολιβανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δενδρολιβανιά < δενδρολίβανο + -ιά < ελληνιστική κοινή δενδρολίβανον < αρχαία ελληνική δένδρον + λίβανος (< σημιτικής προέλευσης < δυτική πρωτοσημιτική *laban-: λευκός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðen.ðro.li.vaˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεν‐δρο‐λι‐βα‐νιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δενδρολιβανιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία