γουστόζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουστόζος < (άμεσο δάνειο) βενετική gustoso[1] ή ιταλική gustoso[2] < gust(o) + -oso (-όζος) < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews(δοκιμάζω, γεύομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuˈsto.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐στό‐ζος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γουστόζος | η | γουστόζα | το | γουστόζικο |
γενική | του | γουστόζου | της | γουστόζας | του | γουστόζικου |
αιτιατική | τον | γουστόζο | τη | γουστόζα | το | γουστόζικο |
κλητική | γουστόζε | γουστόζα | γουστόζικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γουστόζοι | οι | γουστόζες | τα | γουστόζικα |
γενική | των | γουστόζων | — | των | γουστόζικων | |
αιτιατική | τους | γουστόζους | τις | γουστόζες | τα | γουστόζικα |
κλητική | γουστόζοι | γουστόζες | γουστόζικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «γουστόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
γουστόζος, -α, -ικο [3]
- που τον κάνουμε γούστο και μας διασκεδάζει, ευχάριστος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γούστο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγουστόζος αρσενικό (θηλυκό γουστόζα)
- που είναι γουστόζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουστόζος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γουστόζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «γούστο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «γουστόζικος (& γουστόζος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)