γουστόζικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γουστόζικα < γουστόζικος + -α < γουστόζος < γούστο < βενετικά gusto < λατινικά gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)
Επίρρημα επεξεργασία
γουστόζικα
- με γουστόζικο τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γουστόζικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γουστόζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γουστόζικος