γουστόζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουστόζικος < γουστόζος + -ικος < βενετική gustozo < gusto < λατινική gustus < πρωτοϊταλική *gustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵéwstus (γεύομαι) < *ǵews (δοκιμάζω, γεύομαι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuˈsto.zi.kos/
Επίθετο
επεξεργασίαγουστόζικος, -η, -ο
- που έχει γούστο
Συγγενικά
επεξεργασία- γουστόζικα
- → δείτε τη λέξη γούστο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γουστόζικος
|