γουστόζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γουστόζα < γουστόζ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣuˈsto.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐στό‐ζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουστόζα | οι | γουστόζες |
γενική | της | γουστόζας | — | |
αιτιατική | τη | γουστόζα | τις | γουστόζες |
κλητική | γουστόζα | γουστόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
γουστόζα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γουστόζος
γουστόζα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γουστόζα