βραχύλογος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βραχύλογος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική βραχύλογος < βραχύς + λέγω. Μορφολογικά, βραχύ- + -λογος.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χύ‐λο‐γος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βραχύλογος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις βραχύς και λέγω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βραχύλογος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «βραχύλογος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.