↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχύλογος η βραχύλογη το βραχύλογο
      γενική του βραχύλογου της βραχύλογης του βραχύλογου
    αιτιατική τον βραχύλογο τη βραχύλογη το βραχύλογο
     κλητική βραχύλογε βραχύλογη βραχύλογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχύλογοι οι βραχύλογες τα βραχύλογα
      γενική των βραχύλογων των βραχύλογων των βραχύλογων
    αιτιατική τους βραχύλογους τις βραχύλογες τα βραχύλογα
     κλητική βραχύλογοι βραχύλογες βραχύλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχύλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχύλογος < βραχύς + λέγω. Μορφολογικά, βραχύ- + -λογος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɾaˈçi.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐χύ‐λο‐γος

  Επίθετο

επεξεργασία

βραχύλογος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βραχύς και λέγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα