Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχυλογικώς < βραχυλογικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

βραχυλογικώς

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία