Δείτε επίσης: εὐστοχία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευστοχία οι ευστοχίες
      γενική της ευστοχίας των ευστοχιών
    αιτιατική την ευστοχία τις ευστοχίες
     κλητική ευστοχία ευστοχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευστοχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐστοχία < εὔστοχος Συγχρονικά αναλύεται σε ευ- + στόχ(ος) + -ία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.stoˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐στο‐χί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευστοχία θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία