ευθυβολία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευθυβολία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐθυβολία < εὐθύβολος < → δείτε αρχαία ελληνική εὐθύς + βάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε ευθυ- + -βολία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fθi.voˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θυ‐βο‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευθυβολία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ευθύβολο(ς), η ιδιότητα του ευθύβολου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευθυβολία
|