Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυλογικός η βραχυλογική το βραχυλογικό
      γενική του βραχυλογικού της βραχυλογικής του βραχυλογικού
    αιτιατική τον βραχυλογικό τη βραχυλογική το βραχυλογικό
     κλητική βραχυλογικέ βραχυλογική βραχυλογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυλογικοί οι βραχυλογικές τα βραχυλογικά
      γενική των βραχυλογικών των βραχυλογικών των βραχυλογικών
    αιτιατική τους βραχυλογικούς τις βραχυλογικές τα βραχυλογικά
     κλητική βραχυλογικοί βραχυλογικές βραχυλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχυλογικός < ελληνιστική κοινή βραχυλογικός < αρχαία ελληνική βραχύλογος < βραχύς + λέγω

  Επίθετο επεξεργασία

βραχυλογικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία