↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλτικός η βαλτική το βαλτικό
      γενική του βαλτικού της βαλτικής του βαλτικού
    αιτιατική τον βαλτικό τη βαλτική το βαλτικό
     κλητική βαλτικέ βαλτική βαλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλτικοί οι βαλτικές τα βαλτικά
      γενική των βαλτικών των βαλτικών των βαλτικών
    αιτιατική τους βαλτικούς τις βαλτικές τα βαλτικά
     κλητική βαλτικοί βαλτικές βαλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλτικός < Βαλτ(ική Θάλασσα) + -ικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /val.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

βαλτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία