βαλτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαλτικός | η | βαλτική | το | βαλτικό |
γενική | του | βαλτικού | της | βαλτικής | του | βαλτικού |
αιτιατική | τον | βαλτικό | τη | βαλτική | το | βαλτικό |
κλητική | βαλτικέ | βαλτική | βαλτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαλτικοί | οι | βαλτικές | τα | βαλτικά |
γενική | των | βαλτικών | των | βαλτικών | των | βαλτικών |
αιτιατική | τους | βαλτικούς | τις | βαλτικές | τα | βαλτικά |
κλητική | βαλτικοί | βαλτικές | βαλτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαλτικός < Βαλτ(ική Θάλασσα) + -ικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /val.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαβαλτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τις βαλτικές χώρες ή τη Βαλτική Θάλασσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαλτικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βαλτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας