βαδιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαδιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.ði.stiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
βαδιστικός, -ή, -ό
- αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει
- αυτός που βοηθά την βάδιση
- αυτός που σχετίζεται με την βάδιση/το βάδισμα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαδιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
βαδιστικός, -ή, -όν
- ικανός να περπατά
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βαδιστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαδιστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.