Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαδιστικός η βαδιστική το βαδιστικό
      γενική του βαδιστικού της βαδιστικής του βαδιστικού
    αιτιατική τον βαδιστικό τη βαδιστική το βαδιστικό
     κλητική βαδιστικέ βαδιστική βαδιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαδιστικοί οι βαδιστικές τα βαδιστικά
      γενική των βαδιστικών των βαδιστικών των βαδιστικών
    αιτιατική τους βαδιστικούς τις βαδιστικές τα βαδιστικά
     κλητική βαδιστικοί βαδιστικές βαδιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαδιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.ði.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

βαδιστικός, -ή, -ό

  1. αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει
  2. αυτός που βοηθά την βάδιση
  3. αυτός που σχετίζεται με την βάδιση/το βάδισμα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βαδιστικός βαδιστική τὸ βαδιστικόν
      γενική τοῦ βαδιστικοῦ τῆς βαδιστικῆς τοῦ βαδιστικοῦ
      δοτική τῷ βαδιστικ τῇ βαδιστικ τῷ βαδιστικ
    αιτιατική τὸν βαδιστικόν τὴν βαδιστικήν τὸ βαδιστικόν
     κλητική ! βαδιστικέ βαδιστική βαδιστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βαδιστικοί αἱ βαδιστικαί τὰ βαδιστικᾰ́
      γενική τῶν βαδιστικῶν τῶν βαδιστικῶν τῶν βαδιστικῶν
      δοτική τοῖς βαδιστικοῖς ταῖς βαδιστικαῖς τοῖς βαδιστικοῖς
    αιτιατική τοὺς βαδιστικούς τὰς βαδιστικᾱ́ς τὰ βαδιστικᾰ́
     κλητική ! βαδιστικοί βαδιστικαί βαδιστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαδιστικώ τὼ βαδιστικᾱ́ τὼ βαδιστικώ
      γεν-δοτ τοῖν βαδιστικοῖν τοῖν βαδιστικαῖν τοῖν βαδιστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαδιστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

βαδιστικός, -ή, -όν

  • ικανός να περπατά

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία