αὖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίακλίση -ος, -η, -ον & αττική με θηλυκό -α | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αὖος | ἡ | αὔη & αὔᾱ |
τὸ | αὖον |
γενική | τοῦ | αὔου | τῆς | αὔης & αὔᾱς |
τοῦ | αὔου |
δοτική | τῷ | αὔῳ | τῇ | αὔῃ & αὔᾳ |
τῷ | αὔῳ |
αιτιατική | τὸν | αὖον | τὴν | αὔην & αὔᾱν |
τὸ | αὖον |
κλητική ὦ! | αὖε | αὔη & αὔᾱ |
αὖον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | αὖοι | αἱ | αὖαι | τὰ | αὖᾰ |
γενική | τῶν | αὔων | τῶν | αὔων | τῶν | αὔων |
δοτική | τοῖς | αὔοις | ταῖς | αὔαις | τοῖς | αὔοις |
αιτιατική | τοὺς | αὔους | τὰς | αὔᾱς | τὰ | αὖᾰ |
κλητική ὦ! | αὖοι | αὖαι | αὖᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὔω | τὼ | αὔᾱ | τὼ | αὔω |
γεν-δοτ | τοῖν | αὔοιν | τοῖν | αὔαιν | τοῖν | αὔοιν |
Εξαίρεση: Αν και προηγείται φωνήεν ή δίφθογγος, η κατάληξη θηλυκού είναι και -η. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αὖος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααὖος, -η, -ον αττική κλίση: -ος, -α, -ον, σπάνια -ος, -ος, -ον, συγκριτικός :αὐότερος, υπερθετικός : αὐότατος
- ξηρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.174, p. 356, @scaife.perseus
- ἔπειτα αὖθις πονέεται, καὶ ὁ χρὼς φλυκταινέων καταπίμπλαται, καὶ τὸ πρόσωπον ἐρυθήματα λάζεται προφανέα καὶ δηλεόμενα, καὶ ὁ φάρυγξ αὖος, καὶ ἡ γλῶσσα τρηχείη. Αὕτη ἡ νοῦσος εἰ ἐγκύμονα σχοίη, κτείνει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.174, p. 356, @scaife.perseus
- (για ξύλα, έδαφος) ξηρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 95 (327-328)
- ἕστηκε ξύλον αὖον ὅσον τ᾽ ὄργυι᾽ ὑπὲρ αἴης, | ἢ δρυὸς ἢ πεύκης· τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ,
- ξύλον ορθώνεται ξερό, όσον οργιά, στο χώμα, | δρυός ή πεύκου και η βροχή καθόλου δεν το σέπει·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἕστηκε ξύλον αὖον ὅσον τ᾽ ὄργυι᾽ ὑπὲρ αἴης, | ἢ δρυὸς ἢ πεύκης· τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 460 (458-461)
- Εὖτ᾽ ἂν δὴ πρώτιστ᾽ ἄροτος θνητοῖσι φανήῃ, | δὴ τότ᾽ ἐφορμηθῆναι, ὁμῶς δμῶές τε καὶ αὐτός, | αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καθ᾽ ὥρην, | πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι.
- Κι αρχή₋αρχή που φαίνεται για τους θνητούς τού οργώματος η ώρα, | όρμησε τότε, συνάμα εσύ κι οι δούλοι σου, | και την ξερή και τη βρεγμένη γη να οργώσεις στου οργώματος την ώρα, | σπεύδοντας πολύ πρωί, για να ᾽ναι τα χωράφια σου καρπούς γεμάτα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Εὖτ᾽ ἂν δὴ πρώτιστ᾽ ἄροτος θνητοῖσι φανήῃ, | δὴ τότ᾽ ἐφορμηθῆναι, ὁμῶς δμῶές τε καὶ αὐτός, | αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καθ᾽ ὥρην, | πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 95 (327-328)
- (για καρπούς) αποξηραμένος
- (για φύλλα) μαραμένος, ξερός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 534
- στέφανον μὲν ἔχων αὗον, δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
- με μαραμένο το στεφάνι στο κεφάλι και διψασμένος του θανατά
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- στέφανον μὲν ἔχων αὗον, δίψῃ δ᾽ ἀπολωλώς,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 534
- (για ήχο) σκληρός και ξηρός
- (για τους γέρους) που τρέμει κυρίως από φόβο
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Μένανδρος, Σαμία, 515
- αὖός εἰμι καὶ πέπηγα τῷ κακῷ, νὴ τοὺς θεούς.
- Έχω παγώσει και παραλύσει από τον φόβο. Μα τους θεούς.
- Μετάφραση (2006): Χριστίνα Β. Δεδούση @greek‑language.gr
- αὖός εἰμι καὶ πέπηγα τῷ κακῷ, νὴ τοὺς θεούς.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Μένανδρος, Σαμία, 515
- (μεταφορικά) απένταρος
- διψασμένος
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την περιοχή της αρχαίας πόλης Πετηλία (Magna Graecia) (σημερινό Στρονγκόλι της Ιταλίας). IG XIV 638. στίχ. 6-8 @epigraphy.packhum.org
- γῆς παῖς εἰμι καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, / αὐτὰρ ἐμ-
οὶ γένος οὐράνιον· τόδε δ’ ἴστε καὶ αὐτοί· / δίψηι δ’ εἰμὶ αὔ-
η καὶ ἀπόλλυμαι·
- γῆς παῖς εἰμι καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, / αὐτὰρ ἐμ-
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 40, 8 Περί πένθους @wikisource
- ὁ μὲν γὰρ Τάνταλος ἐπ᾽ αὐτῇ τῇ λίμνῃ αὖος ἕστηκεν κινδυνεύων ὑπὸ δίψους ὁ κακοδαίμων ἀποθανεῖν.
- Όσο για τον Τάνταλο, στέκεται αφυδατωμένος ακριβώς στην άκρη της λίμνης, κινδυνεύοντας ο κακόμοιρος να πεθάνει από τη δίψα.
- Μετάφραση (2002): Δ. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- ὁ μὲν γὰρ Τάνταλος ἐπ᾽ αὐτῇ τῇ λίμνῃ αὖος ἕστηκεν κινδυνεύων ὑπὸ δίψους ὁ κακοδαίμων ἀποθανεῖν.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την περιοχή της αρχαίας πόλης Πετηλία (Magna Graecia) (σημερινό Στρονγκόλι της Ιταλίας). IG XIV 638. στίχ. 6-8 @epigraphy.packhum.org
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αὖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.