διψασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διψασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διψώ
Μετοχή επεξεργασία
διψασμένος -η -ο
- που διψάει, που έχει μεγάλη επιθυμία να πιει νερό
- (μεταφορικά) που επιθυμεί πολύ κάτι
- ↪ διψασμένος για δόξα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- διψασμένος για αίμα: αιμοδιψής, πολεμοχαρής