thirsty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | thirsty |
συγκριτικός | thirstier |
υπερθετικός | thirstiest |
thirsty (en)
- (κυριολεκτικά) διψασμένος, διψάω, έχω δίψα
- ⮡ I am terribly thirsty - διψάω φοβερά
- (μεταφορικά) διψασμένος, διψάω, έχω δίψα
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 243. ISBN 9780194325684., λήμμα: διψώ