assoiffé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assoiffé | assoiffés |
θηλυκό | assoiffée | assoiffées |
Επίθετο
επεξεργασίαassoiffé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assoiffé | assoiffés |
θηλυκό | assoiffée | assoiffées |
assoiffé (fr)