διψώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διψώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διψῶ / διψάω < δίψα < προελληνικής προέλευσης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈpso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ψώ
Ρήμα
επεξεργασία
διψώ
- άλλη μορφή του διψάω