αὐσταλέος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αὐσταλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αὐσταλέος, -α, -ον
- ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος, βρώμικος
- ※ 3ος↑ αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.200, @scaife.perseus
- ἀδρανίῃ γήραι τε· πίνῳ δέ οἱ αὐσταλέος χρὼς
- ※ 3ος↑ αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.831, @scaife.perseus
- αὐσταλέας δʼ ἔψησε παρηίδας· αὐτὰρ ἀλοιφῇ
- ※ 3ος↑ αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.200, @scaife.perseus
- (για ποταμό) ξεραμένος
- ※ 5ος↓ αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.51, @scaife.perseus
- ξηρὸν ὕδωρ ποίησε, καὶ αὐσταλέου ποταμοῖο
- ※ 5ος↓ αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.51, @scaife.perseus
- (μεταφορικά, για βίο) λιτός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αὖος
Πηγές επεξεργασία
- αὐσταλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐσταλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.