γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αὐσταλέος αὐσταλέ τὸ αὐσταλέον
      γενική τοῦ αὐσταλέου τῆς αὐσταλέᾱς τοῦ αὐσταλέου
      δοτική τῷ αὐσταλέ τῇ αὐσταλέ τῷ αὐσταλέ
    αιτιατική τὸν αὐσταλέον τὴν αὐσταλέᾱν τὸ αὐσταλέον
     κλητική ! αὐσταλέε αὐσταλέ αὐσταλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αὐσταλέοι αἱ αὐσταλέαι τὰ αὐσταλέ
      γενική τῶν αὐσταλέων τῶν αὐσταλέων τῶν αὐσταλέων
      δοτική τοῖς αὐσταλέοις ταῖς αὐσταλέαις τοῖς αὐσταλέοις
    αιτιατική τοὺς αὐσταλέους τὰς αὐσταλέᾱς τὰ αὐσταλέ
     κλητική ! αὐσταλέοι αὐσταλέαι αὐσταλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐσταλέω τὼ αὐσταλέ τὼ αὐσταλέω
      γεν-δοτ τοῖν αὐσταλέοιν τοῖν αὐσταλέαιν τοῖν αὐσταλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐσταλέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐσταλέος, -α, -ον

  1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος, βρώμικος
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.200, @scaife.perseus
    ἀδρανίῃ γήραι τε· πίνῳ δέ οἱ αὐσταλέος χρὼς
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.831, @scaife.perseus
    αὐσταλέας δʼ ἔψησε παρηίδας· αὐτὰρ ἀλοιφῇ
  2. (για ποταμό) ξεραμένος
    ※  5ος κε αιώνας Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.51, @scaife.perseus
    ξηρὸν ὕδωρ ποίησε, καὶ αὐσταλέου ποταμοῖο
  3. (μεταφορικά, για βίο) λιτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία