γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀϋσταλέος ἀϋσταλέ τὸ ἀϋσταλέον
      γενική τοῦ ἀϋσταλέου τῆς ἀϋσταλέᾱς τοῦ ἀϋσταλέου
      δοτική τῷ ἀϋσταλέ τῇ ἀϋσταλέ τῷ ἀϋσταλέ
    αιτιατική τὸν ἀϋσταλέον τὴν ἀϋσταλέᾱν τὸ ἀϋσταλέον
     κλητική ! ἀϋσταλέε ἀϋσταλέ ἀϋσταλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀϋσταλέοι αἱ ἀϋσταλέαι τὰ ἀϋσταλέ
      γενική τῶν ἀϋσταλέων τῶν ἀϋσταλέων τῶν ἀϋσταλέων
      δοτική τοῖς ἀϋσταλέοις ταῖς ἀϋσταλέαις τοῖς ἀϋσταλέοις
    αιτιατική τοὺς ἀϋσταλέους τὰς ἀϋσταλέᾱς τὰ ἀϋσταλέ
     κλητική ! ἀϋσταλέοι ἀϋσταλέαι ἀϋσταλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀϋσταλέω τὼ ἀϋσταλέ τὼ ἀϋσταλέω
      γεν-δοτ τοῖν ἀϋσταλέοιν τοῖν ἀϋσταλέαιν τοῖν ἀϋσταλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀϋσταλέος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀϋσταλέος