ἀϋσταλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀϋσταλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀϋσταλέος
- επικός τύπος του αὐσταλέος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 327 (325-328)
- πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν | ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν, | εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι | δαινύῃ;
- Και πώς αλλιώς, καλέ μου ξένε, εσύ θα μάθεις πως είμαι εγώ | η ανώτερη από τις άλλες τις γυναίκες και στο μυαλό και στη σωστή μου σκέψη, | αν σ᾽ άφηνα έτσι λερωμένο και ρακένδυτο σ᾽ αυτό το σπιτικό να τρως ό,τι αυτοί μόνο σου δίνουν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν | ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν, | εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι | δαινύῃ;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 327 (325-328)
Πηγές
επεξεργασία- αὐσταλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀϋσταλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.