Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναθεωρητισμός οι αναθεωρητισμοί
      γενική του αναθεωρητισμού των αναθεωρητισμών
    αιτιατική τον αναθεωρητισμό τους αναθεωρητισμούς
     κλητική αναθεωρητισμέ αναθεωρητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθεωρητισμός < αναθεωρητής + -ισμός < αναθεωρώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική révisionnisme)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναθεωρητισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) αναθεωρητική τάση επί φιλοσοφικών ιδεών
  2. (ιστορία) ιστορική αναθεώρηση κυρίως με πολιτικά κίνητρα και σπανιότερα επιστημονικά
     συνώνυμα: ρεβιζιονισμός
  3. (νεολογισμός) η αναθεώρηση ή η προσπάθεια αναθεώρησης τού στάτους κβο, των συμφωνιών, της υπάρχουσας κατάστασης κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία