revisionism
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
revisionism | revisionisms |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɹɪˈvɪʒəˌnɪzəm/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrevisionism (en)
ενικός | πληθυντικός |
revisionism | revisionisms |
revisionism (en)